φορτοεκφόρτωση

φορτοεκφόρτωση
η
η φόρτωση και η εκφόρτωση μεταφορικού μέσου (πλοίου, τρένου, αεροπλάνου, αυτοκινήτου κτλ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φορτοεκφόρτωση — η, Ν η φόρτωση και η εκφόρτωση εμπορευμάτων, υλικών ή ζώων σε ένα ή από ένα μεταφορικό μέσο …   Dictionary of Greek

  • νηοδόκη — και νηοδόχη, η μικρό τεχνητό λιμάνι στην είσοδο τού κύριου λιμένα, για προσωρινή παραμονή πλοίου και, μερικές φορές, για φορτοεκφόρτωσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + δόκη / δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, λογχο δόκη] …   Dictionary of Greek

  • παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες …   Dictionary of Greek

  • πλεύρισμα — το [πλευρίζω] 1. ναυτ. η παραβολή, χειρισμός προσπέλασης ενός πλοίου κατά μήκος προκυμαίας ή και άλλου πλοίου για φορτοεκφόρτωση, ανεφοδιασμό ή διακίνηση επιβατών 2. το να πλευρίζει, να πλησιάζει κανείς κάποιον με ιδιοτέλεια …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • πόστα — η, Ν 1. το ταχυδρομείο 2. τρένο αργό, με πολλές στάσεις και παράδοση ταχυδρομικών δεμάτων σε πολλούς σταθμούς 3. ομάδα εργατών που αλλάζει βάρδια με άλλη ομάδα 4. το ποσόν που καταθέτει ο παίκτης σε κάθε παρτίδα χαρτιών 5. ναυτ. ο νομέας 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • φορτοθυρίδα — η, Ν θυρίδα σε πλευρά πλοίου για τη φορτοεκφόρτωση φορτίων, μπουκαπόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + θυρίδα] …   Dictionary of Greek

  • ανθρακεργάτης — ο εργάτης που εργάζεται στη φορτοεκφόρτωση κάρβουνου: Δούλευε ως ανθρακεργάτης στο λιμάνι του Πειραιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βίντσι — το (λ. αγγλ.), το βαρούλκο: Το βίντσι χρησιμοποιείται στη φορτοεκφόρτωση των πλοίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φορτοεκφορτωτής — ο εργάτης που έχει ως έργο του τη φορτοεκφόρτωση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”